- μητρόθεος
- μητρόθεος, ἡ (ΑΜ)θεομήτωρ, Θεοτόκος, η Παναγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + Θεός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Theotokos — An 18th century Russian icon depicting various types of the Theotokos icons Theotokos (Greek: Θεοτόκος, transliterated Theotókos) is the Greek title of Mary, the mother of Jesus used especially in the Eastern Orthodox, Oriental Orthodox, and… … Wikipedia
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek